- επακολούθημα
- το, -ατοςό,τι επακολουθεί, το αποτέλεσμα, η συνέπεια, το επακόλουθο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπακολούθημα — consequence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακολούθημα — το (Α ἐπακολούθημα) [επακολουθώ] ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο αρχ. μσν. δευτερεύουσα σκέψη … Dictionary of Greek
ἐπακολουθήματα — ἐπακολούθημα consequence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθήματος — ἐπακολούθημα consequence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση … Dictionary of Greek
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek
αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα … Dictionary of Greek
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek
απόρροια — η (AM ἀπόρροια) [απορρέω] νεοελλ. επακολούθημα, συνέπεια αρχ. μσν. (για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek